- ἀρχιφυλακέω
- ἀρχι-φῠλᾰκέω,A hold office of ἀρχιφύλαξ (q.v.), OGI565.12 ([place name] Oenoanda);
ἠρχιφυλακηκότα Λυκίων τοῦ κοινοῦ TAM2.143
([place name] Lydae).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠρχιφυλακηκότα Λυκίων τοῦ κοινοῦ TAM2.143
([place name] Lydae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.